- βιογραφικός
- [виографикос] επ. биографический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
βιογραφικός — ή, ο ο σχετικός με τη βιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Αδαμάντιο Κοραή (πρβλ. αγγλ biographic, biographical)] … Dictionary of Greek
βιογραφικός — ή, ό ο αναφερόμενος στη βιογραφία: Οι υποψήφιοι για τη θέση στην εταιρεία πρέπει να υποβάλουν στη διεύθυνση ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)